- συστῆναι
- συνίστημιBJ Prooem.aor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) … Dictionary of Greek
λεπτουργώ — (AM λεπτουργῶ, έω) [λεπτουργός] 1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα 2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ… … Dictionary of Greek